- κρατι
- κρατίκρᾱτίdat. к *κράς См. κρας
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κρατί — κρᾱτί , κράς head fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… … Dictionary of Greek
επιθέτω — και μέσ. επιτίθεμαι (AM ἐπιτίθημι και μέσ. ἐπιτίθεμαι) 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, εφαρμόζω 2. βάζω κάτι στην κορυφή 3. μέσ. επιτίθεμαι εφορμώ, κάνω επίθεση εναντίον κάποιου νεοελλ. μέσ. αντιτίθεμαι, ελέγχω με σφοδρότητα κάποιον… … Dictionary of Greek
Κράθις — I Ονομασία βουνού της Πελοποννήσου, κατά την αρχαιότητα, από το οποίο πηγάζει ο ομώνυμος ποταμός. Στην αρχαιότητα υπήρχε στην κορυφή του ιερό της Πυρώνιας Άρτεμης, από το οποίο προμηθεύονταν οι Αργείοι την ιερή φωτιά για τη γιορτή των Λερναίων.… … Dictionary of Greek
Κρατίνου — Κράτινος masc gen sg Κρατί̱νου , Κρατῖνος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρατίνωι — Κρατίνῳ , Κράτινος masc dat sg Κρατί̱νῳ , Κρατῖνος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρατίνῳ — Κράτινος masc dat sg Κρατί̱νῳ , Κρατῖνος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)